- ἱδρῶντες
- ἱ̱δρῶντες , ἱδρόωsweatpres part act masc nom/voc pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενδεκαταίος — ἑνδεκαταῑος, α, ον (Α) 1. αυτός που γίνεται την ενδέκατη μέρα («ἱδρῶντες... ἑνδεκαταῑοι») 2. αυτός που έχει αρχίσει ένδεκα ημέρες πριν («ἔραμαι σχεδόν ἑνδεκαταῑος», Θεόκρ.) … Dictionary of Greek